ῥίψωμεν

ῥίψωμεν
ῥί̱ψωμεν , ῥίπτω
throw
aor subj act 1st pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • поврещи — (130), ПОВЬР|ГОУ, ЖЕТЬ гл. 1.Бросить, швырнуть: и си слышавъ || ста ѡтрокъ. повьргъ своѥ ѡрѹжиѥ. трѧсыисѧ и плача. ПрЛ 1282, 32в–г; мт҃рьнюю ѹтробѹ разрѣзаѥть. младенца исторгъ повержеть пъсомъ и птицамъ въ снѣдь. КР 1284, 122б; нѣ(с) добро отѧти …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”